καπρίῳ

καπρίῳ
κάπριος
wild boar
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καπριώ — καπριῶ, άω (Α) [κάπρος] καπρώ* …   Dictionary of Greek

  • κάπρος — ὁ (AM κάπρος) ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος») αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE *kapro «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”